δικαιότερον

δικαιότερον
δίκαιος
observant of custom
adverbial comp
δίκαιος
observant of custom
masc acc comp sg
δίκαιος
observant of custom
neut nom/voc/acc comp sg
δίκαιος
observant of custom
adverbial comp
δίκαιος
observant of custom
masc acc comp sg
δίκαιος
observant of custom
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εριώλη — ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α) 1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα 2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωνα β) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”